- μόχθοι
- μόχθοςtoilmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλάμπω — ἐπιλάμπω (Α) [λάμπω] 1. φωτίζω, φέγγω («...ἡμέρη ἐπέλαμψε», Ηρόδ.) 2. (για άνδρες με υψηλή αποστολή) ξεχωρίζω 3. (μτβ.) φωτίζω, κάνω φωτεινό («μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοι», Πίνδ.) 4. λάμπω επάνω σε κάτι («λόφῳ ἐπελάμπετο πήληξ» έλαμπε η… … Dictionary of Greek
ματαιομοχθίαι — ματαιομοχθίαι, αἱ (Μ) [ματαιομοχθώ] μάταιοι μόχθοι … Dictionary of Greek
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek
παιδοβόρος — παιδοβόρος, ον (Α) αυτός που τρώγει παιδιά («παιδοβόροι μόχθοι Θυέστου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] … Dictionary of Greek